- δωδεκαδαρχος
- δωδεκάδαρχοςδωδεκάδ-αρχοςὅ додекадарх, начальник отряда в двенадцать человек Xen.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
δωδεκάδαρχος — δωδεκάδαρχος, ο (Α) αρχηγός ομάδας δώδεκα οπλιτών … Dictionary of Greek
δωδεκαδάρχοις — δωδεκάδαρχος leader of twelve masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δωδεκαδάρχους — δωδεκάδαρχος leader of twelve masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δωδεκάδαρχοι — δωδεκάδαρχος leader of twelve masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)